lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκκαθαρίζω στα γερμανικά

Λέξη:
εκκαθαρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
liquidieren, gereinigt, gesäubert, putzen, reinemachen, reinigen, säubere, säubern, beseitigen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εκκαθαρίζω, εκκαθαρίζω στα γερμανικά, liquidieren στα ελληνικά
εκκαθαρίζω στα γερμανικά