lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευμετάβλητος στα γερμανικά

Λέξη:
ευμετάβλητος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
abwechselnd, alternativ, fahrig, flexibel, sprunghaft, unbeständig, variabel, veränderlich, wandelbar, wechselhaft, wechselnd
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ευμετάβλητος, ευμετάβλητοσ συνώνυμο, ευμετάβλητος/η, ευμετάβλητος τι σημαινει, ευμετάβλητος συνώνυμα, ευμετάβλητος σημασια, ευμετάβλητος στα γερμανικά, abwechselnd στα ελληνικά
ευμετάβλητος στα γερμανικά