lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευμετάβλητος στα ουκρανικά

Λέξη:
ευμετάβλητος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
бистрий, зіпсований, леткий, мінливий, невизначений, неозначений, нестабільний, нестійкий, плавкий, поспішати, примхливий, прудкий, розбитий, різноманітний, різносторонній, скоро, сумнівний, хутко, швидкий, швидко
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ευμετάβλητος, ευμετάβλητοσ συνώνυμο, ευμετάβλητος/η, ευμετάβλητος τι σημαινει, ευμετάβλητος συνώνυμα, ευμετάβλητος σημασια, ευμετάβλητος στα ουκρανικά, бистрий στα ελληνικά
ευμετάβλητος στα ουκρανικά