lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λοξοδρομώ στα γερμανικά

Λέξη:
λοξοδρομώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
abbiegen, abgewichen, abschweifen, abschwenken, abweichen, einlenken, schwenken
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά λοξοδρομώ, λοξοδρομώ στα γερμανικά, abbiegen στα ελληνικά
λοξοδρομώ στα γερμανικά