lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λοξοδρομώ στα τσεχική

Λέξη:
λοξοδρομώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
odběhnout, odbočit, odbočovat, odchýlit, odklánět, odklonit, uchýlit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική λοξοδρομώ, λοξοδρομώ στα τσεχική, odběhnout στα ελληνικά
λοξοδρομώ στα τσεχική