lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορφανός στα γερμανικά

Λέξη:
ορφανός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
waise, waisenhaus, waisenkind
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ορφανός, ορφανός τον βουτσά, ορφανός στυλιανός, ορφανός στέλιος, ορφανός ραμολιμέντα, ορφανός πέτρος, ορφανός στα γερμανικά, waise στα ελληνικά
ορφανός στα γερμανικά