lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορφανός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ορφανός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ορφανός, ορφανός τον βουτσά, ορφανός στυλιανός, ορφανός στέλιος, ορφανός ραμολιμέντα, ορφανός πέτρος, ορφανός στα πορτογαλικά, órfão στα ελληνικά
ορφανός στα πορτογαλικά