πέντε στα αγγλικά πέντε στα τσεχική πέντε στα δανική πέντε στα ισπανικά πέντε στα γαλλικά πέντε στα ιταλικά πέντε στα νορβηγικά πέντε στα ρωσικά πέντε στα αλβανικά πέντε στα βουλγαρικά πέντε στα εσθονική πέντε στα φινλανδικά πέντε στα κροατικά πέντε στα ουγγρική πέντε στα λιθουανική πέντε στα πορτογαλικά πέντε στα ρουμανική πέντε στα σλοβενική πέντε στα σλοβακική πέντε στα πολωνική πέντε στα σουηδικά πέντε στα λευκορωσίας πέντε στα ουκρανικά
εγκάρδιος στα λευκορωσίας αλλοιώνω στα ισπανικά ανάγκη στα ιταλικά χέρι στα κροατικά γυναίκα στα κροατικά
γυναίκα αιγόκερως αλλοιώνω συνώνυμο ανάγκη ετυμολογία εγκάρδιος αγγλικά χέρι με χέρι