lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πέντε στα ουκρανικά

Λέξη:
πέντε (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
висушіть, горн, горно, горіти, груба, грубка, духовка, згоріти, кусати, кусатися, нагрівник, опік, палити, пекти, плита, підпалити, спалити, спалювати, укус, укусити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πέντε, πέντε χρόνια δικασμένος, πέντε ποντικοί, πέντε μάγκες στον περαία στίχοι, πέντε μάγκες στον περαία, πέντε λεπτά ακόμα, πέντε στα ουκρανικά, висушіть στα ελληνικά
πέντε στα ουκρανικά