lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προξενώ στα γερμανικά

Λέξη:
προξενώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
anschaffen, bereiten, bewirken, bringen, fügen, hervorrufen, machen, provozieren, tun, verursachen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά προξενώ, προξενώ στα γερμανικά, anschaffen στα ελληνικά
προξενώ στα γερμανικά