lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προξενώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
προξενώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
causar, desafiar, fazer, formar, motivar, ocasionar, originar, produzir, provocar, reptar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά προξενώ, προξενώ στα πορτογαλικά, causar στα ελληνικά
προξενώ στα πορτογαλικά