lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προστατεύω στα γερμανικά

Λέξη:
προστατεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
abgesichert, abzuwehren, behüten, bergen, beschirmen, beschützen, bewahren, festigen, geschont, hegen, schirmen, schützen, sichern, sicherstellen, versichern, verteidigen, zusichern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά προστατεύω, προστατεύω τουσ ανέργουσ, προστατεύω τον εαυτό μου και τους άλλους- εθελοντές καλαμαριάς, προστατεύω τον εαυτό μου και τους άλλους 2011, προστατεύω τον εαυτό μου και τους άλλους, προστατεύω το περιβάλλον, προστατεύω στα γερμανικά, abgesichert στα ελληνικά
προστατεύω στα γερμανικά