lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόστο στα γερμανικά

Λέξη:
πόστο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (28):
amt, anstellung, anwendung, arbeit, aufgabe, beruf, beschäftigung, bucht, dienst, feldwache, haltung, job, lage, position, post, posten, rang, stand, standleitung, standortwechsel, standpunkt, station, stelle, stellplatz, stellung, wache, wacholderbranntwein, wachposten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πόστο, πόστο συνώνυμο, πόστο συνώνυμα, πόστο μεταφραση, πόστο μαρούσι, πόστο λαμία, πόστο στα γερμανικά, amt στα ελληνικά
πόστο στα γερμανικά