lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόστο στα ιταλικά

Λέξη:
πόστο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (20):
atteggiamento, avamposto, carica, circostanza, collocazione, grado, impiego, intenzione, lavoro, mansione, occupazione, portamento, posizione, posta, postazione, posto, scolta, sentinella, ubicazione, uso
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πόστο, πόστο συνώνυμο, πόστο συνώνυμα, πόστο μεταφραση, πόστο μαρούσι, πόστο λαμία, πόστο στα ιταλικά, atteggiamento στα ελληνικά
πόστο στα ιταλικά