lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνήθως στα γερμανικά

Λέξη:
συνήθως (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
gewohnheitsmäßig, gewöhnlich, sonst, üblich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συνήθως, όπωσ συνήθωσ, ωσ συνήθωσ, συνήθωσ γαλλικά, συνήθως τα άτομα που σου θυμώνουν εύκολα είναι εκείνα που θα σε αγαπήσουν όσο τίποτα, συνήθως συνώνυμο, συνήθως στα γερμανικά, gewohnheitsmäßig στα ελληνικά
συνήθως στα γερμανικά