lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερασπίζομαι στα γερμανικά

Λέξη:
υπερασπίζομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
behüten, beschirmen, beschützen, schützen, verteidigen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι την αναρχία - κατερίνα γώγου, υπερασπίζομαι την αναρχία, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου σημασια, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου, υπερασπίζομαι συνωνυμα, υπερασπίζομαι στα γερμανικά, behüten στα ελληνικά
υπερασπίζομαι στα γερμανικά