lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερασπίζομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
υπερασπίζομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
amparar, defender, guardar, patrocinar, preservar, proteger, resguardar, salvaguardar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι την αναρχία - κατερίνα γώγου, υπερασπίζομαι την αναρχία, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου σημασια, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου, υπερασπίζομαι συνωνυμα, υπερασπίζομαι στα πορτογαλικά, amparar στα ελληνικά
υπερασπίζομαι στα πορτογαλικά