lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερασπίζομαι στα τσεχική

Λέξη:
υπερασπίζομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
bránit, chránit, hájit, krýt, obhajovat, ochránit, ochraňovat, opatrování, zachovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι την αναρχία - κατερίνα γώγου, υπερασπίζομαι την αναρχία, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου σημασια, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου, υπερασπίζομαι συνωνυμα, υπερασπίζομαι στα τσεχική, bránit στα ελληνικά
υπερασπίζομαι στα τσεχική