lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπόκωφος στα γερμανικά

Λέξη:
υπόκωφος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
gehaltlos, hohl, inhaltslos, leer, leeren, öde, taub, wüst
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά υπόκωφος, υπόκωφος συνώνυμα, υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος στα γερμανικά, gehaltlos στα ελληνικά
υπόκωφος στα γερμανικά