lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δίκη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cause, lawsuit, litigation, plea, process, suit, trial
δίκη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
líčení, pochod, postup, proces, pře, rozepře, soud, spor, věc
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prozess, rechtsstreit, verfahren, vorgang
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forløb, mål, proces, rettergang
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
causa, litigio, pleito, proceso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affaire, démarrage, plaid, processus, procès
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
causa, lite, procedimento, processo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mål, prosess, rettergang, rettssak, søksmål
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
процесс, тяжба
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mål, procedur, process, rättegång
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
працэс
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeudenkäynti, oikeusjuttu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proces
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ügy
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
procesas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
causa, litigio, pleito, processo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
proces
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дія, операція, процес, робота
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
proces

Σχετικές λέξεις

δίκη παπαγεωργόπουλου, δίκη στον σκαϊ, δίκη της νυρεμβέργης, δίκη των έξι, δίκη κολοκοτρώνη, δίκη 17 νοέμβρη, δίκη πιστόριους, δίκη μάριου παπαγεωργίου, δίκη θεοφίλου, δίκη μπελογιάννη