lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βανίλια στα δανική

Λέξη:
βανίλια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
vanilje, vanille
Σχετικές λέξεις:
δανική βανίλια, βανίλια φυτό, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο, βανίλια υποβρύχιο, βανίλια σοκολάτα, βανίλια στα δανική, vanilje στα ελληνικά
βανίλια στα δανική