lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βανίλια στα ουκρανικά

Λέξη:
βανίλια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
ваніль, ванільний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βανίλια, βανίλια φυτό, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο, βανίλια υποβρύχιο, βανίλια σοκολάτα, βανίλια στα ουκρανικά, ваніль στα ελληνικά
βανίλια στα ουκρανικά