lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευπρεπής στα δανική

Λέξη:
ευπρεπής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (21):
anstændig, behørig, dygtig, egen, egentlig, egnet, fair, frisk, god, korrekt, ordentlig, passende, real, ret, retfærdig, rigtig, rimelig, sømmelig, tilbørlig, ærbar, ærbødig
Σχετικές λέξεις:
δανική ευπρεπής, ευπρεπής στα δανική, anstændig στα ελληνικά
ευπρεπής στα δανική