lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευπρεπής στα νορβηγικά

Λέξη:
ευπρεπής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (28):
adekvat, anstendig, behørig, bra, egen, egentlig, egnet, frisk, god, høvelig, kledebon, korrekt, motsvarende, ordentlig, passe, passende, real, rett, rettferdig, riktig, rimelig, rytt, snill, sømmelig, tekkelig, tilbørlig, ærbar, ærbødig
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ευπρεπής, ευπρεπής στα νορβηγικά, adekvat στα ελληνικά
ευπρεπής στα νορβηγικά