lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευπρεπής στα σουηδικά

Λέξη:
ευπρεπής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (15):
adekvat, anständig, behörig, egentlig, läglig, lämpad, lämplig, ordentlig, passande, riktig, rätt, skickad, tillbörlig, tillgripa, ärbar
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ευπρεπής, ευπρεπής στα σουηδικά, adekvat στα ελληνικά
ευπρεπής στα σουηδικά