lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάχανο στα δανική

Λέξη:
λάχανο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
kål, surkål
Σχετικές λέξεις:
δανική λάχανο, λάχανο τουρσί, λάχανο συνταγέσ, λάχανο σούπα, λάχανο σαλάτα θερμίδες, λάχανο σαλάτα, λάχανο στα δανική, kål στα ελληνικά
λάχανο στα δανική