lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νήμα στα δανική

Λέξη:
νήμα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
garn, sytråd, tråd
Σχετικές λέξεις:
δανική νήμα, νήμα ψαρέματος, νήμα της στάθμης, νήμα στάθμης, νήμα πλεξίματος, νήμα για πλέξιμο, νήμα στα δανική, garn στα ελληνικά
νήμα στα δανική