lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νήμα στα ουγγρική

Λέξη:
νήμα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
cérna, fonal, szál
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική νήμα, νήμα ψαρέματος, νήμα της στάθμης, νήμα στάθμης, νήμα πλεξίματος, νήμα για πλέξιμο, νήμα στα ουγγρική, cérna στα ελληνικά
νήμα στα ουγγρική