lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νήμα στα ουκρανικά

Λέξη:
νήμα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
бавовна, бавовняний, нитка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά νήμα, νήμα ψαρέματος, νήμα της στάθμης, νήμα στάθμης, νήμα πλεξίματος, νήμα για πλέξιμο, νήμα στα ουκρανικά, бавовна στα ελληνικά
νήμα στα ουκρανικά