lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ούλο στα δανική

Λέξη:
ούλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
gomme, gumme, tandkød, elastisk, gummi, viskelæder
Σχετικές λέξεις:
δανική ούλο, φρονιμίτης ούλο, το ούλο, πρησμένο ούλο, μαύρο ούλο, μαυρισμένο ούλο, ούλο στα δανική, gomme στα ελληνικά
ούλο στα δανική