lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ούλο στα ουκρανικά

Λέξη:
ούλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
ясна, гума, гумка, гумовий, камедь, каучук, каучуковий, резинка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ούλο, φρονιμίτης ούλο, το ούλο, πρησμένο ούλο, μαύρο ούλο, μαυρισμένο ούλο, ούλο στα ουκρανικά, ясна στα ελληνικά
ούλο στα ουκρανικά