lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διάρρηξη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
break-in, breaking, burglary, housebreaking, invasion, robbery
διάρρηξη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
krádež, loupež, vloupání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einbrechen, einbruch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ran
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atraco, fractura, latrocinio, robo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cambriolage, effraction, escalade, vol
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rapina, scasso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innbrudd, ran
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взлом
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inbrott
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грабеж
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryöstö
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krađa, pljačka
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
plėšimas, vagystė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
latrocínio
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
spargere
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
włamanie

Σχετικές λέξεις

διάρρηξη του χαλινού, διάρρηξη ονειροκρίτης, διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, διάρρηξη κλειδαριάς, διάρρηξη πόρτας ασφαλείας, διάρρηξη συμβολαίου, διάρρηξη του παρθενικού υμένα, διάρρηξη σύμβασης, διάρρηξη παρθενικού υμένα, διάρρηξη αυτοκινήτου