lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ληστεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
ληστεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
викрадіть, грабіж, грабувати, мішок, пограбувати, роб, схил
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ληστεύω, ληστεύω στα ουκρανικά, викрадіть στα ελληνικά
ληστεύω στα ουκρανικά