lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σώμα στα δανική

Λέξη:
σώμα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
bål, korps, korpus, krop, kroppe, kår, kød, legeme, materie, skov, torso
Σχετικές λέξεις:
δανική σώμα, σώμα ορκωτών λογιστών, σώμα ορκωτών εκτιμητών, σώμα με σώμα, σώμα επιθεώρησης εργασίας, σώμα επιθεωρητών υγείας, σώμα στα δανική, bål στα ελληνικά
σώμα στα δανική