lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σώμα στα ουκρανικά

Λέξη:
σώμα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (39):
акція, біржовий, випадок, гомілка, діло, запас, запаси, збірник, кабінет, камера, каркас, кодекс, колектив, коробка, корпус, лушпина, нагода, намет, опора, орган, організація, павільйон, палата, плоть, підпора, рама, рамки, сировина, склад, скриня, справа, труп, туди, тіло, фонд, фонди, фондовий, чохол, шатро
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σώμα, σώμα ορκωτών λογιστών, σώμα ορκωτών εκτιμητών, σώμα με σώμα, σώμα επιθεώρησης εργασίας, σώμα επιθεωρητών υγείας, σώμα στα ουκρανικά, акція στα ελληνικά
σώμα στα ουκρανικά