lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τζάκι στα δανική

Λέξη:
τζάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
arnested, bål, fokus, grue, hjem, ildsted, kakkelovn, kamin, komfur, ovn, penis, skorsten
Σχετικές λέξεις:
δανική τζάκι, τζάκι χωρίς καμινάδα, τζάκι τσαν πεθανε, τζάκι τσαν, τζάκι σαμούν, τζάκι σαμου, τζάκι στα δανική, arnested στα ελληνικά
τζάκι στα δανική