lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τζάκι στα ουκρανικά

Λέξη:
τζάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
вогнище, горн, горно, грати, камін, коминок, пальник, парник, піч, радіатор, топка, фокус
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τζάκι, τζάκι χωρίς καμινάδα, τζάκι τσαν πεθανε, τζάκι τσαν, τζάκι σαμούν, τζάκι σαμου, τζάκι στα ουκρανικά, вогнище στα ελληνικά
τζάκι στα ουκρανικά