lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τράνταγμα στα δανική

Λέξη:
τράνταγμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
chok, drag, rekyl
Σχετικές λέξεις:
δανική τράνταγμα, τράνταγμα στον ύπνο, τράνταγμα στη μέση, τράνταγμα αυχένα, τράνταγμα στα δανική, chok στα ελληνικά
τράνταγμα στα δανική