lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υψώνω στα δανική

Λέξη:
υψώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική υψώνω, υψώνω στα δανική, hisse στα ελληνικά
υψώνω στα δανική