lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υψώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
υψώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υψώνω, υψώνω στα ουκρανικά, вивісити στα ελληνικά
υψώνω στα ουκρανικά