lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όρος στα δανική

Λέξη:
όρος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (25):
berg, betingelse, bjerg, dato, fjeld, forfatning, forhold, glos, glose, hø, højdepunkt, klausul, mine, ord, paragraf, stand, status, term, termin, tidsfrist, tilstand, top, udtryk, vilkår, ås
Σχετικές λέξεις:
δανική όρος, όρος όθρυς, όρος τύμφη, όρος σινά, όρος ράσμορ, όρος πατέρας, όρος στα δανική, berg στα ελληνικά
όρος στα δανική