lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
όρος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (23):
artículo, cerro, circunstancia, cláusula, condigno, condição, estado, estipularia, expressão, montanha, monte, palavra, prazo, premias, proclama, prometer, província, requisito, serra, situação, termo, término, vocábulo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά όρος, όρος όθρυς, όρος τύμφη, όρος σινά, όρος ράσμορ, όρος πατέρας, όρος στα πορτογαλικά, artículo στα ελληνικά
όρος στα πορτογαλικά