lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όρος στα σουηδικά

Λέξη:
όρος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (14):
berg, fjäll, förbehåll, glos, hö, klausul, omständighet, ord, term, termin, tidsfrist, tillstånd, uttryck, villkor
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά όρος, όρος όθρυς, όρος τύμφη, όρος σινά, όρος ράσμορ, όρος πατέρας, όρος στα σουηδικά, berg στα ελληνικά
όρος στα σουηδικά