lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διαμαρτύρομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lodge, object, protest, remonstrate
διαμαρτύρομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
namítat, protestovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
protestieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
protestere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
protestar, reclamar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
protester, rouscailler, rouspéter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
protestare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
motmæle, protestere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
протестировать, протестовать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
protestera
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пратэставаць
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
protestuoti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
protestar, reclamar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
веслування, веслувати, заперечити, заперечувати, лава, мета, низка, предмет, протестувати, ряд, річ, суперечити, умовте, іменник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
protestować

Σχετικές λέξεις

διαμαρτύρομαι συνώνυμα, διαμαρτύρομαι αγγλικά, διαμαρτύρομαι κλιση, διαμαρτύρομαι στα αγγλικα