lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κουφός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dead, deaf, smothered
κουφός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hluchý, matný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dumpf, gehörlos, taub, taube
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dump, døv, tunghørt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sordo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caverneux, mat, sourd
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sordo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dov, dump, døv, tunghørt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глух, глухой
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dov, döv, tunghört
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
глухi, глухі
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuuro
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gluh
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hallássérült, süket
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kurčias
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mate, surdo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hluchý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бленда, глухий, глухою, глухої, глухій, завіска, занавіска, мертвий, невидимий, невиразний, неживий, немелодійний, неясний, померлий, померти, помирати, протитечія, сліпа, сліпе, сліпий, убитий, фіранка, чужоземний, ширма
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
głuchy

Σχετικές λέξεις

κουφός μπάσκετ, κουφός εθνική, κουφός ελευθέριος, κουφός είσαι ρε δεν ακούς, κουφός υλικά οικοδομών, κουφός nba, κουφός οικοδομικά υλικά, κουφός basketball, κουφόσ βάτραχοσ, κουφός στέργιος