lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πλήξη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boredom, duller, dullness, ennui, humdrum, monotony, tediousness, tedium, weariness
πλήξη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bezvýraznost, jednotvárnost, monotónnost, nuda, nudnost, unavenost, vyčerpanost, únava
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
langeweile, langweile
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kedsomhed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aburrimiento, cansancio, fastidio, hastío, tedio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
embêtement, ennui, lassitude, monotonie, spleen
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monotonia, noia
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нудность, скука
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скука
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
igavus, tüdimus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosada
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
unalom
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
nuobodulys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aturdimento
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nuda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втома, набридати, набриднути, нудьга, плоскість, свердлити, свердловина, свердлувати, утома
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nuda

Σχετικές λέξεις

πληξη συνώνυμο, πλήξη ορισμός, πλήξη στη σχέση, πλήξη συνώνυμα, πλήξη λεξικο, πλήξη σημασία, άγονη πλήξη, προκάρδια πλήξη, η πλήξη