lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εικονογραφώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
account, annotate, construe, exemplify, expound, illustrate, interpret
εικονογραφώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ilustrovat, komentovat, objasnit, vykládat, vyložit, vysvětlit, vysvětlovat, znázornit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufklären, erklären, erläutern, illustrieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
erklære, illustrere, informere, tolke, tyde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aclarar, alumbrar, comentar, dilucidar, explanar, explicar, exponer, glosar, ilustrar, interpretar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commenter, expliquer, gloser, illustrer, renseigner, éclaircir, éclairer, élucider
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illustrare, spiegare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erklære, forklare, illustrere, informere, opplyse, redegjøre, tolke, tyda, tyde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
иллюстрировать, объяснять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förklara, illustrera, tyda
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ілюстраваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvittaa, selittää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
megmagyarázni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comentar, explicar, iluminar, ilustrar, interpretar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проілюструвати, ілюструвати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ilustrować, objaśniać