lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εισόδημα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
benefice, earning, income, proceeds, profit, return, revenue, taking, yield
εισόδημα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důchod, hlášení, prospěch, příjem, užitek, výdělek, výkaz, výnos, zisk, zpráva
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einkommen, einnahme, erlös, ertrag, gewinn, verdienst
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bifortjeneste, fortjeneste, indkomst, indtægt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
beneficio, ganancia, ingreso, lucro, producción, producto, rendimiento, renta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénéfice, mensę, produit, rapport, recette, rente, rentrée, revenant-bon, revenu
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
beneficio, entrata, gettito, incasso, prodotto, profitto, provento, reddito, rendita, ricavo, utile
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avkastning, bifortjeneste, fortjeneste, innkomst, inntekt, utkomme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доход, прибыль, приход
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avkastning, inkomst
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fitim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доход, печалба, приход
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
даход, прыбаўленне, прырост
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sissetulek, sissetulekud
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ansio, hyöty, tulo, tuotto, voitto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dohodak, prihod
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
jövedelem
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pajamos, pelnas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
beneficio, ganância, lucro, provento, receita, renda, render, rendimento
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
beneficiu, profit, întoarcere
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ввезення, відсоток, доход, дохід, користь, послуга, прибутки, прибуток, приріст, процентний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dochód, przychód

Σχετικές λέξεις

εισόδημα επιβολής εισφοράς, εισόδημα αναφοράς, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα από ακίνητα φόρος, εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εισόδημα που δεν εντάσσεται σε άλλη περίπτωση του πίν 4, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από την χρήση ε.ι.χ. στελεχών επιχειρήσεων