lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ενδεχόμενο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contingency, eventuality, happenstance
ενδεχόμενο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
eventualita, možnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eventualität, möglichkeit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
eventualitet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eventualidad, posibilidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
possibilité, éventualité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
evenienza, eventualità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eventualitet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возможность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eventualitet
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
магчымасць, па
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possibilidade, potencia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бити, бувати, будьте, бути, відкриття, джерело, дієздатність, зламати, зламатися, змога, змогу, знаходитися, ламати, ламатися, можливість, міститися, місткість, нагода, нагоду, обриватися, перерва, перервати, побити, побувати, поломка, порушити, порушувати, потужність, походити, ресурс, розбивати, розбити, розламати, розрив, розривати, розтрощити, розтрощувати, розірвати, спромогу, спроможність, трощити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ewentualność

Σχετικές λέξεις

ενδεχόμενο english, ενδεχόμενο συνώνυμο, ενδεχόμενο σε ένα συνεχή χώρο, ενδεχόμενο λεξικό, ενδεχόμενο εκλογών, ενδεχόμενο σε συνεχή χώρο, ενδεχόμενο δόλο, ενδεχόμενο μετάφραση, απλό ενδεχόμενο, βέβαιο ενδεχόμενο