lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πάτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bed, bilge, bottom, bottoming, floor, food, foot, ground, underside
πάτος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dno, dolní, pata, patka, podklad, pozadí, půda, spodek, spodní, terén, zadnice, zem, zemina, základ, základna, základy, úpatí, území
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arsch, boden, gelände, gesäß, grund, po, sohle, unterteil
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
buen, bund, grund, jord
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
campo, culo, enaguas, fondo, hondo, inferior, lecho, posaderas, suelo, terreno, tierra, trasero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bas, base, cale, carène, culot, derrière, dessous, empaumure, enfonçure, fond, sentine, sol, sole, terrain
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
base, fondale, fondello, fondo, pavimento, sfondo, suolo, terreno
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bakgrunn, bunn, grunn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грунт, днище, дно, земля, изнанка, нижний, низ, ягодицы
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
botten, grann
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fund
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
земя, почва
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адзаду, дно, идти, нiзкi, панчоха
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
maa, maapind
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ala, maa, maaperä, perustus, pohja, taka-ala
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
donji, osnova, teren
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
alj, alsórész, alól, fenék, hajófenék, legutolsó, talaj
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dugnas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
campo, chão, fundo, inferior, serra, solo, terra, terreno
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
pământ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
днище, дно, низ, підошва, єдиний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dno, spód

Σχετικές λέξεις

πάτος οδοντόκρεμας, πάτος σιλικόνης, πάτος κατσαρόλας, πάτος παπουτσιών, πάτοσ συνώνυμα, πάτος slang, πάτοσ τησ οδοντόκρεμάσ σασ, πάτος συνωνυμο, πάτος ετυμολογία, κινητός πάτος